- διευθετεῖ
- διευθετέωset in orderpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)διευθετέωset in orderpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… … Dictionary of Greek
διαθετικός — ή, ό (Α διαθετικός, ή, όν) 1. ο κατάλληλος ή αρμόδιος να κανονίζει ή να διευθετεί κάτι 2. γραμμ. «διαθετικά ρήματα» ρήματα που εκφράζουν διάθεση* ή κάποια κατάσταση αρχ. αυτός που επιδρά σε άλλον ή τόν επηρεάζει … Dictionary of Greek
κομπολύτης — ο 1. αυτός που λύνει τους κόμπους 2. αυτός που διευθετεί τις δυσχέρειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (ΙΙ) + λύτης (< λύνω)] … Dictionary of Greek
μετασκευαστής — μετασκευαστής, ὁ (Α) [μετασκευάζω] αυτός που ανακατατάσσει, ρυθμίζει ή διευθετεί κάτι εκ νέου … Dictionary of Greek
μπρατσάρισμα — το [μπρατσάρω] ναυτ. το τράβηγμα και δέσιμο τού σχοινιού το οποίο διευθετεί την κεραία ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου, η τακτοποίηση τών κεραιών τού ιστιοφόρου και τών ιστίων που κρέμονται από αυτές για να ξεκινήσει το πλοίο, κερούλκηση … Dictionary of Greek
μπρατσάρω — [μπράτσα] ναυτ. εκτελώ κερούλκηση, δηλαδή τραβώ και δένω το σχοινί που διευθετεί την κεραία ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου, τακτοποιώ τις κεραίες και τα πανιά τού ιστιοφόρου για να ξεκινήσει, κερουλκώ … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
προδιοικητικός — ή, όν, Α [προδιοικῶ] αυτός που διακανονίζει, που διευθετεί κάτι από πριν, προπαρασκευαστικός … Dictionary of Greek
ρυθμιστής — ο / ῥυθμιστής, ΝΜΑ [ῥυθμίζω] αυτός που ρυθμίζει, που διακανονίζει, που διευθετεί κάτι (α. «τών πάντων / γνώστης, εσύ ρυθμιστής», Παλαμ. β. «ὦ δικαστηρίων τηλικοῡτον ῥυθμιστήν», Θεοδώρ.) νεοελλ. 1. αυτός που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek